δανείζει

δανείζει
δανείζω
put out money at usury
pres ind mp 2nd sg
δανείζω
put out money at usury
pres ind act 3rd sg
δανεΐζει , δανείζω
put out money at usury
pres ind mp 2nd sg
δανεΐζει , δανείζω
put out money at usury
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δανείζω — (AM δανείζω) [δάνειον] Ι. 1. δίνω χρήματα σε κάποιον ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τά επιστρέψει, όσα πήρε ή με τόκο («τόν δάνεισα 10 χιλιάδες», «μηδὲ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ») 2. δίνω κάτι δικό μου σε κάποιον για να τό χρησιμοποιήσει προσωρινά και… …   Dictionary of Greek

  • одължати — ОДЪЛЖА|ТИ (4*), Ю, ѤТЬ гл. 1.Задолжать: аще кто пѹстить холопа въ торгъ. а ѡдолжаѥть. то выкѹпати ѥго г(с)ну. а не лишитьсѧ ѥго. РПр сп. 1285–1291, 627б. 2. Делать должником. Образн: милу˫а нища˫а б҃у даѥть в заимъ. видѣте заимну вещь преславну.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αδάνειστος — η, ο (Α ἀδάνειστος, ον) [δανείζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν δόθηκε ή δεν είναι δυνατόν να δοθεί ως δάνειο σε κάποιον 2. αυτός που δεν ζήτησε ή δεν πήρε δάνειο από κάποιον 3. αυτός που δεν δίνει δάνεια, που δεν δανείζει αρχ. αυτός που δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • δανεικός — ή και ιά, ό (Μ δανεικός, ή, όν) [δάνειο] αυτός τον οποίο δανείζει ή δανείζεται κάποιος νεοελλ. 1. εκείνος που ανήκει σε άλλον 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δανεικά χρήματα τα οποία έχει δανείσει ή δανειστεί κάποιος 3. επίρρ. δανεικά με δάνειο, με …   Dictionary of Greek

  • δανεισμός — ο (AM δανεισμός) [δανείζω] το να δανείζει ή να δανείζεται κάποιος χρήματα αρχ. η ανταπόδοση («αἷμα δ αἵματος πικρὸς δανεισμὸς ἧλθε») …   Dictionary of Greek

  • δανειστής — ο (θηλ. δανείστρια, η) (AM δανειστής, Μ δανείστρια) [δανείζω] αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο αρχ. εκείνος που έχει δανειστεί χρήματα …   Dictionary of Greek

  • δανειστικός — ή, ό (Α δανειστικός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται σε δάνειο ή σε δανειστή 2. όποιος δίνει δάνεια ή είναι πρόθυμος να δανείζει νεοελλ. αυτός που δίνει για χρησιμοποίηση αντικείμενα με συγκεκριμένη διαδικασία και με την υποχρέωση τής επιστροφής… …   Dictionary of Greek

  • ενεχυριαστής — ο (Μ ἐνεχυριαστής) νεοελλ. 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να δανείζει με ενέχυρο 2. αυτός που δίνει κάτι ως ενέχυρο μσν. αυτός που παίρνει κάτι ως ενέχυρο, για να εξασφαλίσει οφειλόμενο σ αυτόν χρέος …   Dictionary of Greek

  • μικροτοκιστής — μικροτοκιστής, ὁ (Α) αυτός που δανείζει μικρά χρηματικά ποσά με τόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + τοκιστής (< τοκίζω)] …   Dictionary of Greek

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”